- άλειφος
- ἄλειφος, το (Α)αμάρτυρος τύπος, ο οποίος εικάζεται από το μυκηναϊκό επίθ. we-a-re-pe ή we-ja-re-pe, που προσδιορίζει τη λ. ἔλαιον. Το ά συνθ. τού επιθ. είναι άγνωστης προελεύσεως, ενώ ως β' συνθ. μπορεί να θεωρηθεί ο τ. ἀλειφές, που προϋποθέτει τύπο ουδετέρου σε -ος (το *ἄλειφος), πρβλ. ἄλειφαρ. Πιθανή σημασία τού συνθέτου «(λάδι) κατάλληλο για επάλειψη».
Dictionary of Greek. 2013.